- ἐντεθησαυρισμένας
- ἐντεθησαυρισμένᾱς , ἐν-θησαυρίζωstoreperf part mp fem acc plἐντεθησαυρισμένᾱς , ἐν-θησαυρίζωstoreperf part mp fem gen sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.